Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας



Αφού διαβάσαμε και σχολιάσαμε το κείμενο Τα Φαντάσματα της Μ. Ιορδανίδου, μιλήσαμε για τις προλήψεις και τους προληπτικούς ανθρώπους και τις ιστορίες μυστηρίου. Τα παιδιά αποφάσισαν να γράψουν μια ιστορία μυστηρίου, αφού συμφωνήσαμε από κοινού για κάποια βασικά χαρακτηριστικά της αφήγησης: τα πρόσωπα της ιστορίας θα ήταν συνομίληκοι των παιδιών και θα αποτελούσαν μια παρέα φίλων, η ιστορία θα μπορούσε να βασίζεται σε ένα βιωμένο γεγονός ή να είναι φανταστική και ο χωροχρόνος προτάθηκε να είναι οι διακοπές σε κάποιο μέρος (δεν ακολουθήθηκε από όλους). Στη διάρκεια των αναγνώσεων που κράτησαν γύρω στις τρεις διδακτικές ώρες συζητήσαμε γύρω από τα χαρακτηριστικά μιας ιστορίας μυστηρίου. Η ερώτηση που τέθηκε ήταν τι κάνει μια ιστορία μυστηριώδη, με άλλα λόγια ποια στοιχεία της πλοκής και της αφήγησης προκαλούν αγωνία ή ακόμα και φόβο. Τα στοιχεία που καταγράψαμε συνδέονται με τον τίτλο της ιστορίας που δημιουργεί συγκεκριμένες προσδοκίες, την επιλογή του τόπου και του χρόνου (νύχτα, σκοτάδι, απομονωμένο μέρος, παλιό σπίτι κλπ), η δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας (άνεμος, ομίχλη, περίεργοι ήχοι, κλπ), ένα αφηγηματικό στοιχείο που προκαλεί ενδιαφέρον και αποτελεί μοχλό της εξέλιξης (ένα ημερολόγιο, ένα παλιό βιβλίο, μια προφορική ιστορία, μια ταινία, κλπ), οι  αντιδράσεις των προσώπων, καθώς και το τέλος που είναι αναμενόμενο ή αποτελεί μια ανατροπή όσων περιμέναμε. 

Παραθέτω ορισμένα δείγματα (τα πιο σύντομα) από τις ιστορίες που τα παιδιά επέλεξαν ως τις πιο επιτυχημένες και θα ακολουθήσουν και άλλα, όταν ολοκληρωθούν οι δακτυλογραφήσεις.





Το σπίτι του Καρά-Αγά


 
Στην πλατεία του χωριού, κάτω στην Κρήτη, βρίσκεται ένα ερειπωμένο σπίτι, σωστό σαράβαλο. Ο χρόνος δε φάνηκε γενναιώδορος μαζί του, αφού μόνο οι τοίχοι του έχουν μείνει όρθιοι, μαζί με δύο-τρία παραθυρόφυλλα ξεχαρβαλωμένα που, όταν φυσάει αέρας, χτυπούν σα λυσασμένα. Τη διάρκεια της μέρας, ιδίως το καλοκαίρι, τα παιδιά το χρησιμοποιούν σα καταφύγιο, μα τη νύχτα κανείς δε τολμάει να πλησιάσει. Οι γέροι διηγούνται τρομακτικές ιστορίες για τον ιδιοκτήτη του. Ήταν, λέει, τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ο Καρά-Αλής, ένας αμοβύρος αγάς της περιοχής, λεηλατούσε τα σπίτια και σκότωνε για το κέφι του τους κατοίκους. Μέχρι που γνώρισε τη Φωτεινή, μια Κρητοκοπούλα από τα Χανιά. Την ερωτεύτηκε μέχρι θανάτου, και Χριστιανός θα γινότανε για χάρη της. Εκείνη ανταποκρίθηκε στον έρωτα του και ήρθε να μείνει κοντά του, αστεφάνωτη, ντροπή για την ίδια και για την οικογενειά της. Τα αδέρφια της δε βάσταξαν την ντροπή και μια μέρα που ο Αγάς έλειπε με τους δικούς του για κυνήγι, έφτασαν στο χωριό και την έσφαξαν. Το τι έγινε όταν ήρθε ο Αγάς, δεν περιγράφεται. Ρήμαζε όλο το χωριό. Δεν άφησε κάτοικο ζωντανό- λίγοι μόνο έτρεξαν στα βούνα να σωθούν-σπίτια που δεν έκαψε. Στο τέλος έβαλε τέλος στη ζωή του. Οι γέροι λένε ότι τη νύχτα που πέθανε, εμφανίστηκε η Φωτεινή και τον πήρε μαζί της. Κι από τότε, την ημέρα του θανάτου του Αγά έρχεται κάθε χρόνο και τον φωνάζει.
  Ο Σήφης ήθελε από καιρό να μπει στη συμμορία του πάνω μαχαλά. Η δοκιμασία ήταν σκληρή, αλλά ο Σήφης ήταν γενναίος. Την Τετάρτη το βράδυ έπρεπε να διανυχτερεύσει στο στοιχειωμένο σπίτι του Αγά και, αν το φάντασμα, δεν τον πείραζε και δεν έχανε τη μιλιά του, θα έμπαινε στη παρέα τους. Έτσι την Τετάρτη με τη δικαιολογία ότι θα έμενε στο σπίτι του Μανώλη, ο Σήφης πήρε τα πράγματα του απότο σπίτι του και έφτασε στο σπίτι προσεχτικά διέσχισε τον κήπο και βρίσκονται μια γωνία όπου το πάτωμα δεν ήταν χαλασμένο, άπλωσε την κουβέρτα και άρχισε να τρώει το βραδυνό του. Οι ώρες περνούσαν βασανιστικές μέχρι που ένας θόρυβος τον έκανε να πεταχτεί όρθιος επάνω. Σαν κάποιος να περπατούσε με σιδερένια παππούτσια. Ο Σήφης δεν ήθελε και να πεταχτεί έξω, αλλά η ντροπή και το πείραγμα που θα έτρωγε από τους άλλους τον έκανε να μείνει. Ο θόρυβος όλο και έφτανε πιο κοντά και η καρδιά του πήγε να σπάσει. Τελικά το φάντασμα  ήταν ένας γάτος που χώθηκε σε μια κονσέρβα από σαρδέλλες από το μπακάλικο του Πρώιμου,         γείτονα του Σήφη, σφήνωσε και περπατούσε με αυτό κλαψουρίζοντας. Αφού  συνήλθε από την έκπληξη, ελευθέρωσε το γάτο και γελώντας έπεσε ξερός να κοιμηθεί.
  Την άλλη μέρα ήταν ο ήρωας της παρέας. Κι αυτός για να στολήσει την περιέργεια των άλλων τους διηγήθηκε για το φάντασμα του Καρά-Αγά που ήρθε να τον τρομάξει, αλλά αυτός έδιωξε το βρικόλακα με το στραβουδάκι που είχε πάνω του, δώρο της γιαγιάς του από τους  Άγιους Τόπους.
  Άλλη μία ιστορία τρόμου προστέθηκε στο μακρύ κατάλογο για το σπίτι αυτό. Να ήταν άραγε, μόνο ο γάτος και ο Σήφης  στο σπίτι εκείνο το βράδυ ; Μια δοκιμή θα μας πείσει.
        

                                                      ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΣΥΡΟΥ, Α'3





   <<ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΟΣ ΤΟΙΧΟΣ>>                                           

Παραμονή Χριστουγέννων, η Φαίη με τη Λώρα, οι δύο αδερφές , πρωί – πρωί είχαν κανονίσει με τον ξάδερφό τους, τον Αλέξη να περάσει με το αυτοκίνητο να τις πάρει από το σπίτι. Είχαν αποφασίσει να πάνε να ανοίξουν το καινούργιο σπίτι στο εξοχικό που είχαν αγοράσει οι γονείς τους. Ο δρόμος ήταν μακρινός, καθώς βρισκόταν στην κορυφή του βουνού. Γι’ αυτό τα παιδιά δεν ήθελαν να χάσουν καθόλου χρόνο, μέχρι το βράδυ ήθελαν να τα έχουν όλα έτοιμα, διότι την επόμενη μέρα το μεσημέρι θα έρχονταν οι γονείς τους μαζί με τους συγγενείς.
Σε όλη τη διαδρομή ο Αλέξης, που ήταν ο μεγαλύτερος, πείραζε τις δύο ξαδέρφες του. Το κλίμα που επικρατούσε ήταν χαρούμενο, γι’ αυτό κανείς τους δεν κατάλαβε πότε πέρασε η ώρα κι έφτασαν στον προορισμό τους. Το σπίτι απ’ έξω ήταν όλο πέτρινο, γύρω υπήρχαν πεύκα κ έλατα, είχε μια μπροστινή αυλή που οδηγούσε στην μπροστινή κεντρική ξύλινη πόρτα. Όπου κι αν γύριζες το βλέμμα σου έβλεπες ένα ολόλευκο τοπίο με χιονισμένα βουνά.

-      Γρήγορα, γρήγορα, είπε η Φαίη , να βάλουμε τα πράγματα στο σπίτι και να αρχίσουμε το καθάρισμα.
-      Πηγαίνετε εσείς, εγώ πάω να φέρω ξύλα να ανάψουμε το τζάκι! Είπε ο Αλέξης στα κορίτσια.

Η μικρή Λώρα βοήθησε τη μεγαλύτερη αδερφή της κι αφού τακτοποίησαν τα πράγματα, έπιασαν αμέσως δουλεία. Η Φαίη , που ήταν οργανωτική ανέθεσε στον καθένα από μία δουλεία.
-      Αλέξη, εσύ θα καθαρίσεις το επάνω μέρος του σπιτιού που βρίσκονται τα δωμάτια.
-      Εσύ αδερφούλα θα τακτοποιήσεις την κουζίνα και θα αρχίσεις το στόλισμα του δέντρου, μόλις τελειώσω από το σαλόνι, που το έχω αναλάβει εγώ, θα έρθω να σε βοηθήσω.

Έτσι λοιπόν έγινε! Ο Αλέξης ανέβηκε στον επάνω όροφο που υπήρχαν δύο δωμάτια. Αφού τελείωσε το πρώτο, πήγε στο δεύτερο. Την ώρα που έστρωνε το κρεβάτι  άκουσε το πάτωμα να τρίζει έντονα, παραξενεύτηκε και έσκυψε να δει τι ακούγεται, έκπληκτος διαπίστωσε πως το κομμάτι εκείνο μπορούσε να το βγάλει. Στη συνέχεια, έβαλε το χέρι του στη σχισμή κι έπιασε μία σακούλα που περιείχε ένα μικρό τετράδιο. Ε κείνη την ώρα δεν έδωσε σημασία, ήθελε να τελειώσει, για να πάει να βοηθήσει τα κορίτσια με το στόλισμα του δέντρου. Έβαλε, λοιπόν, το τετράδιο στη τσέπη του.
Η ώρα είχε περάσει, ήταν πλέον αργά το απόγευμα. Η Φαίη έφτιαξε μία νόστιμη μακαρονάδα. Τα τρία παιδιά ικανοποιημένα από τη σκληρή δουλειά έκατσαν δίπλα στη φωτιά κι απόλαυσαν το δείπνο τους. Ο Αλέξης εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε το τετράδιο που είχε βρει στο δωμάτιο.

- Κορίτσια, ξέχασα να σας πω τι ανακάλυψα καθώς καθάριζα.
- Τι ; Ρώτησε η μικρούλα Λώρα.
- Δείτε… και τους έδειξε το παλιό τετράδιο, που το έβγαλε από την εσωτερική τσέπη της ζακέτας του.
- Ααα, τι είναι αυτό, είπε με θαυμασμό η Φαίη, που πάντα της άρεσαν τα παλιά αντικείμενα.
- Δεν ξέρω, δεν το έχω ανοίξει ακόμα…
- Φέρ’ το μου φέρ’ το μου, είπε ανυπόμονα η Λώρα.
- Εντάξει! Με έφαγες, πάρ’ το, της είπε ο Αλέξης.
- Μην αργείς, διάβασε τι γράφει, είπε η Φαίη.
- Λοιπόν, γκούχου- γκούχου, ξερόβηξε και άρχισε να διαβάζει.

<< 19 Απριλίου 1963,
Ακόμα μία μέρα πέρασε βασανιστικά για μένα! Αχ! Καλό μου ημερολόγιο πόσο θα αντέξω ακόμα; Η μητέρα μου σήμερα το πρωί ξύπνησε χαρούμενη, ήρθε, με ξύπνησε και πήγαμε να μαζέψουμε λουλούδια απ’ τον κήπο! Ήταν τόσο γλυκιά!!! Δυστυχώς όμως αυτό δεν κράτησε πολύ !!! Αυτή η αρρώστια της… Φοβάμαι, αλήθεια σου λέω.. Το απόγευμα χωρίς λόγο μου έδεσε το στόμα και τα χέρια και με έκλεισε στην ντουλάπα, πριν από λίγο με έβγαλε κι η ώρα είναι 6 το πρωί… Τι θα κάνω; Δεν αντέχω άλλο τα βασανιστήρια της. Πρέπει να βρω τρόπο να φύγω, αλλά δε θέλω να την αφήσω μόνη της, δεν καταλαβαίνει τι κάνει!>>
Η Λώρα σταματάει το διάβασμα! Τα τρία κοιτάχτηκαν κατάματα, είχαν μείνει σιωπηλά, δεν ήξεραν τι να πουν …
-      Σταμάτα, δε θέλω να ακούσω άλλο, είναι κ βράδυ, είπε η Φαίη.
-      Συνεχίζουμε αύριο το πρωί, συμπλήρωσε ο Αλέξης.
-      Εγώ φοβάμαι πολύ, είπε η Λώρα, τι λέτε να κοιμηθούμε όλοι μαζί στο μεγάλο δωμάτιο;
-      Ωραία θα’ ναι, είπε η Φαίη.

Μόλις ξάπλωσαν κι έσβησαν τα φώτα ακούστηκαν βήματα στη σκάλα, σαν κάποιος να ανεβοκατέβαινε.
-      Τι ακούγεται; Ρώτησε η  Φαίη.
-      Πάω να δω, είπε ο Αλέξης.


Ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου τα βήματα σταμάτησαν, κοίταξε δεξιά-αριστερά, τίποτα. Ξαναμπήκε στο δωμάτιο.

-      Το σπίτι είναι παλιό, είπε στα κορίτσια, κανένας σωλήνας θα έκανε το θόρυβο.
-      Σωστά, είπε η Λώρα, που έσβησε το φως.


Μετά από λίγη ώρα ακούστηκαν και πάλι τα βήματα και παράλληλα ακούγονταν ένας ήχος σαν κλάμα.

-      Το ακούσατε το κλάμα; Ρώτησε έντρομη πλέον η Φαίη.
-      Πάμε κάτω, είπε ο Αλέξης.

Τα τρία παιδιά κατέβηκαν φοβισμένα τα σκαλιά.

-      Μισό λεπτό, Λώρα άφησες ανοιχτό το φως της αποθήκης; Ρώτησε η Φαίη.
-      Όχι αποκρίθηκε η Λώρα.
-      Τότε γιατί είναι ανοιχτό;

Η πόρτα της αποθήκης άνοιξε από μόνη της αργά-αργά.

-      Τι να κάνουμε τώρα, αναρωτήθηκε ο Αλέξης.
-      Πάμε να διαπιστώσουμε τι γίνεται εκεί κάτω, δε γίνεται να καθίσουμε άπραγοι, είπε στα κορίτσια.
-      Εγώ προτιμώ να κάτσω εδώ, είπε η Λώρα, δε θέλω να κατέβω κάτω, φοβάμαι.
-      Έλα Αλέξη πάμε μαζί, είπε η Φαίη αν κι εκείνη φοβότανε.

Τα παιδιά κατέβηκαν στην αποθήκη πιασμένα χέρι-χέρι δεν ήξεραν τι θα αντικρίσουν.

-      Αααα, φώναξε δυνατά η Φαίη και λέει στον Αλέξη, το βλέπεις; Το βλέπεις;
-      Τι; Τι;
-      Είναι εκεί κοντά στον τοίχο, μας δείχνει κάτι, είπε η Φαίη.
-      Τι βλέπεις επιτέλους, γιατί φωνάζεις; Ρώτησε σοκαρισμένος ο Αλέξης, που δε διέκρινε τίποτα.
-      Εκεί δίπλα στο παράθυρο, ένα αγόρι.
-      Ναι- ναι το βλέπω, πάμε να φύγουμε γρήγορα από εδώ.

Κάνουν να φύγουν κι η πόρτα κλείνει απότομα.

-      Άνοιξε, Λώρα. Βοήθεια, φωνάζουν μαζί ο Αλέξης με τη Φαίη.
-      Δεν ανοίγει, τι να κάνω;
-      Βοήθεια… πάρε τηλέφωνο και κάλεσε βοήθεια.
-      Εντάξει- εντάξει πάει προς το σαλόνι η μικρή Λώρα.


Βλέπει ξαφνικά δίπλα στο σβησμένο πλέον τζάκι ένα μικρό αγόρι να της δείχνει το ημερολόγιο. Αν και φοβήθηκε στην αρχή, στη συνέχεια κατάλαβε πως το μικρό παιδί δι δεν ήθελε να της κάνει κακό.

- Ποιος είσαι; Τι θέλεις; Το ρώτησε κι έτσι όπως πήγε να το πλησιάσει εκείνο εξαφανίστηκε.

Η Λώρα έτρεξε και πήρε το ημερολόγιο.
-      Λώρα τι κάνεις; Γιατί αργείς; Ρώτησε η Φαίη.
-      Έρχομαι…

Μόλις η μικρούλα έφτασε στην αποθήκη η πόρτα άνοιξε! Πετάχτηκαν έξω ο Αλέξης με τη Φαίη. Η Λώρα τους εξήγησε τι είχε μόλις συμβεί.

-      Ωραία, είπε ο Αλέξης, αν είναι έτσι πάμε στην τελευταία σελίδα του ημερολογίου να δούμε τι γράφει.

<< 30 Σεπτεμβρίου 1964,
Αγαπημένο μου ημερολόγιο, ίσως είναι η τελευταία φορά που σου γράφω. Η μητέρα μου ολοένα κι αποκόβεται από την πραγματικότητα, αφήνεται στο δικότης κόσμο, στον κόσμο της φαντασίας της. Εγώ φροντίζω κάθε μέρα να της δίνω τα φάρμακά της όμως εκείνη δε συνέρχεται πλέον. Ωχ! Την ακούω… Έρχεται τι να κάνω; Πάλι θα με κλείσει κάτω στην ντουλάπα της αποθήκης κι αν με ξεχάσει εκεί; Τι θα γίνει; >>

Το γράμμα δεν είχε συνέχεια, τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως πόσο υπέφερε το μικρό παιδί που τα έγραφε αυτά κι αποφάσισαν να το βοηθήσουν. Μάζεψαν όλο τους το θάρρος και κατέβηκαν στην αποθήκη στο σημείο που είχαν πρωτοδεί το μικρό αγόρι. Μετακίνησαν ορισμένα πράγματα και διέκριναν πως πίσω απ’ όλα αυτά υπήρχε μια κλειδωμένη πόρτα.

-      Κάντε στην άκρη κορίτσια, είπε ο Αλέξης, ο οποίος παίρνοντας φόρα έσπασε την πόρτα.
-      Μπράβο Αλέξη! Φώναξαν τα κορίτσια.

Σοκαρισμένα τα παιδιά δεν ήξεραν τι να κάνουν, πώς να αντιδράσουν, δεν πίστευαν στα μάτια τους, είδαν το μικρό αγόρι να τους δείχνει το άψυχο σκελετωμένο κορμάκι του. Η Λώρα έτρεξε αμέσως επάνω να καλέσει βοήθεια. Το σπίτι δεν άργησε να γεμίσει με αστυνομικούς, μετά από λίγη ώρα ήρθαν κι οι γονείς των παιδιών. Οι αστυνομικοί τους είπαν πως η μητέρα του μικρού αγοριού, βρέθηκε να έχει κρεμαστεί την ίδια μέρα που έγραψε ο μικρός το τελευταίο του γράμμα. Την επόμενη μέρα αποφάσισαν να θάψουν το μικρό, άτυχο αγόρι.

        THE END!!!


ΟΝΟΜΑ: ΔΗΜΗΤΡΑ
ΣΑΜΠΡΟΒΑΛΑΚΗ





Η ομίχλη
 
        Πέρσι το χειμώνα πήγα με τους φίλους μου σ’ ένα χωριό που ήταν στην  άλλη άκρη του κόσμου. ‘Ηταν πολύ απομονωμένο, με λίγους κατοίκους, ψηλά στο βουνό. Ο καιρός ήταν πάντα συννεφιασμένος και σχεδόν ποτέ δεν είχε ζέστη. Ξαφνικά είδαμε να έρχεται προς το χωριό μια γκρίζα τεράστια ομίχλη, που σκέπασε όλο το χωριό. Φοβηθήκαμε, εγώ και οι φίλοι μου και κατόπιν ακούστηκαν διάφορες φωνές. Η παράξενη ομίχλη έκρυβε κάτι μυστηριώδη όντα, σαν φαντάσματα. ΄Ηταν σαν σεντόνια, σαν κάποιος να ήτανε μέσα στα σεντόνια και να τα κούναγε! Όλοι τρομοκρατηθήκαμε και πανικοβληθήκαμε και τρέξαμε μαζί με τους φίλους μου να κρυφτούμε.
        Την επόμενη μέρα, ένας δυνατός άνεμος διέλυσε την ομίχλη και τα σεντόνια. Τελικά, η αλήθεια αποκαλύφθηκε: μια γειτόνισσα μας είπε ότι αυτά δεν ήταν αληθινά φαντάσματα, αλλά τα σεντόνια της, που τα είχε απλωμένα στα σχοινιά της και που τα πήρε ο αέρας!
            
                                                                                                                                                                                                                                                                        Αντώνης Πρόφης


 
         MIA ΤΡΟΜΑΧΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ


Κάθε χρόνο για λίγες μέρες πριν ανοίξουν τα σχολεία με την μητέρα μου και τον αδελφό μου πάμε σε ένα χωριό της Πελοποννήσου και εκεί μας φιλοξενεί μια φίλη της μητέρας μου που έχει δυο παιδιά ένα αγόρι και ένα κορίτσι τον Χάρη και την Διονυσία κοντά στις ηλικίες μας.
        Έχουν ένα διώροφο σπίτι ψηλά στο βουνό που στο ισόγειο μένουν οι γονείς της και από πάνω μένουν αυτοί. Το σπίτι είναι μεγάλο με πολλά δωμάτια και το βράδυ από το μπαλκόνι βλέπεις όλον τον κάμπο.
Λίγο πιο έξω από το χωριό έχει ένα γηπεδάκι δίπλα σε μια εκκλησία και εκεί παίζουμε όλη μέρα με 4-5ακόμα παιδιά του χωριού και γυρνάγαμε σπίτι μόνο για φαγητό και ύπνο.
         Επειδή όμως το χωριό ήταν πολύ ήσυχο και με λίγους κατοίκους δεν είχε άσφαλτο στους δρόμους, δεν είχε φώτα, το γηπεδάκι ήταν χωμάτινο και για να πάμε έπρεπε να περάσουμε μέσα από ένα δασάκι. Γι’ αυτόν τον λόγο έπρεπε να γυρνάμε νωρίς σπίτι πριν νυχτώσει. Κάθε μέρα προσέχαμε. Θύμιζε ο ένας στον άλλο την ώρα και ξεκινάμε νωρίτερα για το σπίτι για να μην ανησυχούν και οι γονείς μας.
         Ένα απόγευμα όμως ξεχαστήκαμε. Όταν το καταλάβαμε είχε ειδή πέσει ο ήλιος και έμειναν λίγα λεπτά μέχρι να σκοτεινιάσει. Οι γονείς μας θα είχαν αρχίσει να ανησυχούν και όσο σκεπτόμασταν την κατσάδα που θα τρώγαμε τόσο πιο πολλή αγχωνόμασταν.
          Ξεκινήσαμε λοιπόν και όσο περιπατάγαμε τόσο πιο πολύ σκοτείνιαζε. Καθώς περπατάγαμε μέσα από το δασάκι αρχίσαμε να συζητάμε για ένα θρίλερ που είχαμε δει πριν λίγες μέρες για να τρομάξουμε τα κορίτσια. Αλλά σιγά-σιγά αρχίσαμε να φοβόμαστε κι εμείς.
         Μέσα στην ησυχία ακούγαμε τα φύλλα των δέντρων και τους θάμνους να κουνιούνται, που και που ακούγαμε μάλλον κάποια ζωύφια ή πουλιά. Δεν είχαμε καταλάβει αλλά ήταν αρκετό για να τρομάξουμε πολύ.
         Είχαμε πιαστεί όλοι χέρι-χέρι περπατάγαμε προσεκτικά όταν ξαφνικά η Μαρία είπε:
-Νομίζω ότι ακούς βήματα.
Σταθήκαμε και αρχίσαμε να ακούμε κι εμείς βήματα. Μας κόπηκαν τα πόδια και δεν μπορούσαμε να βγάλουμε λέξη. Ήταν η ιδέα μας; H’ όντως ήταν βήματα;
   Από την τρομάρα μας δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε. Όσο περπατούσαμε τόσο πιο πολύ φοβόμασταν.  Σταθήκαμε αλλά δεν είδαμε τίποτα. Μόνο βήματα που μας πλησίαζαν και παράξενους ήχους.
-Μήπως είναι κανένα ζώο, είπε ο Νίκος και μαζευτήκαμε ο ένας δίπλα στον άλλο στην άκρη του δρόμου και περπατούσαμε αργά όταν ξαφνικά είδαμε ένα φως στο βάθος.
Πήγαμε πιο κοντά φωνάζοντας γιατί νομίζαμε ότι ήταν οι γονείς μας. Όμως ήταν ένας παππούλης καθισμένος σε ένα βραχάκι κρατώντας ένα κερί. Σταθήκαμε και τον χαιρετίσαμε.
  -Που πάτε μέσα στα σκοτάδια;        
  -Παίζαμε και ξεχαστήκαμε, τοθ είπα.
  -Και γιατί κλαίνε τα κορίτσια;
  -Φοβόμαστε, είπε η Διονυσία
  -Μην φοβάστε δεν θα πάθετε τίποτα. Τρέξτε σπίτι όμως γιατί οι γονείς σας ανησυχούν.
Τον χαιρετίσαμε και αρχίσαμε να περπατάμε ξανά προς το χωριό. Δεν είχαμε κάνει 10βήματα όταν ο Νίκος γύρισε για να δει τον παππούλη όμως στο βραχάκι δεν καθόταν κανείς, ούτε και κανένα φως από κερί υπήρχε πουθενά και ο παππούλης άφαντος. Γυρίσαμε όλοι να δούμε και κοκαλώσαμε δεν βλέπαμε τίποτα πουθενά. Τότε ο Χάρης φώναξε:
  -Τρέξτε γρήγορα, και αρχίσαμε να τρέχουμε προς το χωριό. Μόλις φτάσαμε στο πρώτο σπίτι και λίγο πριν στρίψουμε την γωνία πέσαμε πάνω σε μια μαύρη φιγούρα και αρχίσαμε να τσιρίζουμε.
Ο Πάνος και η Ελένη έπεσαν κάτω και οι υπόλοιποι πετάχτηκαν 3μέτρα μακριά. Σε δευτερόλεπτα είχαμε καταλάβει ότι αυτός που μας τρόμαξε ήταν ο πατέρας της φίλης της μητέρας μου ο κ. Δημήτρης που είχε βγει να ψάξει να μας βρει.
          Μόλις ηρεμίσαμε μας μάζεψε για να μας πάει στα σπίτια μας, στην διαδρομή του είπαμε για τον παππούλη.
  -Ποιος παππούλης, είπε ο κ. Δημήτρης.
  -Ο παππούλης της εκκλησίας, είπε ο κ. Δημήτρης.
  -Είσαι σίγουρη; είπε ο κ. Δημήτρης.
  -Ναι, είπε ο Νίκος ,αλλά όταν φεύγαμε γύρισα να τον ξαναδώ και είχε εξαφανιστεί. Τρομάξαμε και αρχίσαμε να τρέχουμε.
   -Ναι αλλά το χωριό μας δεν έχει παπά εδώ και 3χρόνια. Ο παπά
 Βασίλης έχει πεθάνει και από τότε δεν έχουμε παπά. Λάθος θα κάνατε.
Κοιταχτήκαμε όλοι τρομαγμένοι και η Διονυσία είπε ψιθυριστά:     -Κι εμείς σε ποιον μιλήσαμε; Γυρίσαμε σπίτια μας και εννοείται ότι δεν κλείσαμε μάτι όλη νύχτα.   
Με την μητέρα μου που το συζητήσαμε την άλλη μέρα μου είπε ότι όποιος και να ήταν σίγουρα σας πρόσεχε για να μην πάθετε τίποτα. Κάναμε καιρό για να συνέλκουμε.
Από τότε δεν το έχουμε ξανασυζητήσει αλλά κάθε χρόνο που πηγαίνουμε στο χωριό όποτε βρισκόμαστε στο γηπεδάκι πρώτα ανάβουμε κεράκι στην εκκλησία και μετά παίζουμε. Φυσικά προσέχουμε και δεν έχουμε ξανά ξεχαστεί ποτέ, πάντα γυρνάμε νωρίτερα και πάντα πριν νυχτώσει.     



                                                                                                           Χρήστος Φωτιάδης,  Α΄3
                                     
                                  


Το μυστηριώδες κουκλοθέατρο
  Μια καλοκαιρινή νύχτα στο χωριό μου, ο Δημήτρης, η Στέλλα και εγώ είχαμε μαζευτεί στην αμμουδιά κοντά στην θάλασσα. Αρχίσαμε να λέμε ιστορίες για ζόμπι, φαντάσματα και διάφορα άλλα τρομακτικά πράγματα. Η ώρα πήγε έντεκα και έπρεπε να γυρίσουμε στα σπίτια μας.
     Στην κεντρική πλατεία του χωριού υπάρχει ένα κουκλοθέατρο και ο Δημήτρης μας είπε ότι αυτός που χειριζόταν τις κούκλες, ένα βράδυ καθώς τις μάζευε , μια κούκλα που είχε σχέδιο διαβόλου, ξάφνου ξύπνησε. Τα μάτια της έλαμπαν και μύριζε χώμα από τα έγκατα της γης...τότε τον έπιασε από το λαιμό και τον έπνιξε!
     Μετά από αυτό το συμβάν έβρεχε καταρρακτωδώς και το χώμα κάλυψε το πτώμα του κουκλοπαίκτη. Η Στέλλα είπε ότι ήταν μύθος. Ο Δημήτρης, αντίθετα ότι ήταν αλήθεια. Έτσι, κόντρα στην κόντρα ο Δημήτρης μας προκάλεσε να μείνουμε όλοι μαζί την επόμενη νύχτα στο στοιχειωμένο κουκλοθέατρο. Η Στέλλα εκνευρισμένη δέχτηκε και η συνάντηση κανονίστηκε για το αυριανό βράδυ στην πλατεία του χωριού.
     Ξημέρωσε η "μεγάλη μέρα" και ξυπνώντας η Στέλλα αντιλήφθηκε οτι είχε πει "ναι" στην πρόκληση μα...ήταν αργά! Δεν μπορούσε να κάνει πίσω... Το απόγευμα μαζέψαμε ό,τι χρειαζόμασταν για την νύχτα και ξεκινήσαμε για το κουκλοθέατρο. Αφού φτάσαμε εκεί, απλώσαμε τους υπνόσακους και βγάλαμε το φαγητό μας για να φάμε. Η ώρα πέρασε και αποφασίσαμε να κοιμηθούμε αλλά εγώ ήμουν ο πιο άτυχος. Γιατί; Γιατί ο υπνόσακος μου ήταν δίπλα στην κούκλα-δολοφόνο!!!
     Δεν μπορούσα να κλείσω μάτι! Η κούκλα με κοίταζε και είχε ζωγραφισμένο ένα χαμόγελο δολοφονικό. Άρχισα να τρέμω ολόκληρος και δεν μπορούσα να σταματήσω. Κουκουλώθηκα με τον υπνόσακο και άκουγα βήματα. Τουκ, τουκ, τουκ. Μετά από λίγο σταμάτησαν. Κατέβασα σιγά σιγά τα σκεπάσματα και ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό μου ήταν η κούκλα-δολοφόνος! Από την κούκλα ακουγόταν το δολοφονικό γέλιο, όπως ακριβώς το είχα φανταστεί! χι χι χι χι χι Είχα κοκκαλώσει από τον φόβο μου. Έμεινα ξύπνιος ολόκληρο το βράδυ...
     Το πρωί, τα παιδιά ομολόγησαν ότι ήταν δική τους ιδέα να με τρομάξουν. Μαζέψαμε τα πράγματα μας αμέσως μετά το πρωινό και επιστρέψαμε στα σπίτια μας, θεωρώντας τους εαυτούς μας τολμηρότερους. Μπαίνοντας στο σπίτι μου, έμαθα ότι έπρεπε να φύγουμε αμέσως για την Αθήνα γιατί η γιαγιά μου μπήκε στο νοσοκομείο.
     Φτάνοντας στο δωμάτιο που νοσηλευόταν η γιαγιά, η τηλεόραση έδειχνε ένα σήριαλ. Όσο οι μεγάλοι έλεγαν τα δικά τους, προσηλώθηκα στην τηλεόραση. Ενώ έβλεπα το σήριαλ, η ροή διακόπηκε για έκτακτο δέλτιο ειδήσεων. Είπαν για το χρέος και για άλλα και το τελευταίο θέμα ήταν οτι στο χωριό μου σκοτώθηκε το προηγούμενο βράδυ ο καινούριος κουκλοπαίκτης μέσα στο κουκλοθέατρο...και από ποιόν φαντάζεστε; Σωστά φαντάζεστε!!! Από την κούκλα-δολοφόνο!
     Γι'αυτό να προσέχετε τα βράδια για την κούκλα-δολοφόνο! Ίσως να είναι πίσω σας...


                                                                                                                          Γιάννης Σταυρούλης

Σχόλια

  1. ωραίες εικόνες. Αντώνης πρόφης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. οραίες εικόνες. Αντώνης πρόφης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. πραγματικά πολύ ωραίες εικόνες και συναρπαστικές ιστορίες,με πολύ φαντασία!!!Δήμητρα Σαμπροβαλάκη

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τα σχολικά χρόνια των παππούδων μας (1950-1960) Β΄ Μέρος

Τα σχολικά χρόνια των γονιών μας (1970-1980)

30 χρόνια μετά.... η συνάντηση δύο φίλων